θρεπτικός

θρεπτικός
και θρεφτικός, -ή, -ό (ΑΜ θρεπτικός, -ή, -όν) [τρέφω]
αυτός που συντελεί στη θρέψη («θρεπτική τροφή»)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θρέψη, που συντελεί στην αφομοίωση τών τροφών
2. φρ. α) «το θρεπτικό σύστημα» — το σύνολο τών οργάνων με τα οποία συντελείται η θρέψη τού οργανισμού
β) «θρεπτικό ισοζύγιο» — το ισοζύγιο μεταξύ τών θρεπτικών ουσιών που προσλαμβάνονται και αυτών που καταναλίσκονται από τον οργανισμό
γ) «θρεπτικές ουσίες» — οι ουσίες τις οποίες έχει ανάγκη ένας οργανισμός για τη διατήρησή του στη ζωή και για την ανάπτυξή του
αρχ.
1. αρμόδιος, κατάλληλος στο να τρέφει ή να ανατρέφει
2. αυτός που συντελεί στην επούλωση πληγής
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρεπτικόν
η δύναμη, η αιτία τής αύξησης.
επίρρ...
θρεπτικώς και -ά (ΑΜ θρεπτικῶς)
με τρόπο που συντελεί στη θρέψη, στην αύξηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θρεπτικός — θρεπτικός, ή, ό και θρεφτικός, ή, ό αυτός που συντελεί στη θρέψη: Το γάλα περιέχει πολλά θρεπτικά συστατικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρεπτικός — able to feed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικά — θρεπτικός able to feed neut nom/voc/acc pl θρεπτικά̱ , θρεπτικός able to feed fem nom/voc/acc dual θρεπτικά̱ , θρεπτικός able to feed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικώτερον — θρεπτικός able to feed adverbial comp θρεπτικός able to feed masc acc comp sg θρεπτικός able to feed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικωτάτων — θρεπτικός able to feed fem gen superl pl θρεπτικός able to feed masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικῶν — θρεπτικός able to feed fem gen pl θρεπτικός able to feed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικόν — θρεπτικός able to feed masc acc sg θρεπτικός able to feed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικαῖς — θρεπτικός able to feed fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικαί — θρεπτικός able to feed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικοῖς — θρεπτικός able to feed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”